- συμπολυμερισμός
- ο, Νχημ. αντίδραση πολυμερισμού η οποία οδηγεί στη σύνθεση συμπολυμερών.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. copolymerisation < co(n)- «συν» + polymerisation (< πολύ + μέρος + κατάλ. -isation)].
Dictionary of Greek. 2013.